- αλύγιστος
- inflexible
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αλύγιστος, -η — ο 1. αυτός που δε λυγίζει: Μ όλες τις προσπάθειές του το σίδερο έμεινε αλύγιστο. 2. μτφ., αμετάπειστος, άτεγκτος: Στις παρακλήσεις τους στάθηκε αλύγιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] … Dictionary of Greek
ακαμπής — ( ούς), ές (Α ἀκαμπής) άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος αρχ. 1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος «ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f) 2. σταθερός, ανυποχώρητος 3. αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπὴς < κάμπτω] … Dictionary of Greek
ξυλιάζω — ξύλιασα, ξυλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει αλύγιστος σαν ξύλο: Η παγωνιά μού ξύλιασε τα δάχτυλα. 2. αμτβ., γίνομαι αλύγιστος σαν ξύλο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγερτος — και άγειρτος, η, ο αυτός που δεν γέρνει, όρθιος, ευθύς, αλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γειρτός, γερτός < γέρνω] … Dictionary of Greek
άγναμπτος — ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, ον (Α) άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω] … Dictionary of Greek
άθελκτος — ἄθελκτος, ον (Α) [θέλγω] αυτός που δεν θέλγεται, άκαμπτος, αλύγιστος, αμείλικτος … Dictionary of Greek
άλυγος — η, ο ο αλύγιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγώ] … Dictionary of Greek
άστρεπτος — και άστρεφτος, η, ο (AM ἄστρεπτος, ον) 1. ο αλύγιστος, ο σταθερός 2. εκείνος που δεν έχει γυρισμό, που δεν έχει δρόμο επιστροφής («ἄστρεπτος Ἅιδης», Λυκ.) αρχ. αυτός που προχωρεί χωρίς να κοιτάξει πίσω του … Dictionary of Greek
άτρεπτος — η, ο (AM ἄτρεπτος, ον) [τρέπω] 1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος 2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος αρχ. μσν. επίρρ. ἀτρέπτως χωρίς μεταβολή αρχ. 1. ανεπανόρθωτος 2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι 3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος 4.… … Dictionary of Greek
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek